- καβάκι
- το чёрный тополь, осокорь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καβάκι — το (κν. ονομ.) η λεύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavak] … Dictionary of Greek
καβάκι — το (λ. τουρκ.), το δέντρο λεύκα η πυραμιδοειδής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεύκα ή λεύκη — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων δέντρων του γένους πόπουλος (Pupulus), της οικογένειας των ιτεϊδών ή σαλικιδών. Είναι φυλλοβόλα δέντρα, ύψους 15 μέχρι 20 μ., με λευκωπό φλοιό και φύλλα με πυκνό και λευκό χνούδι στην κάτω επιφάνεια. Από τα πιο… … Dictionary of Greek
Λευκούδα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 165 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στις νότιες απολήξεις του όρους Κερδύλιου, 80 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek